Υπάρχουν πράγματα που δε θέλεις να ακούσεις, με πρώτο και κυριότερο να προσβάλουν τη μητέρα σου. Πέρα από αυτό και πολλά άλλα που θεωρείς ιδιαιτέρως προσβλητικά (και καλά κάνεις) υπάρχουν κάποιες κουβέντες που όταν τις ακούς από το στόμα διαφόρων ατόμων του κοινωνικού σου περιγύρου, προτιμάς να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί, ή μάλλον όχι, καλύτερα να ανοίξει η γη και να καταπιεί εκείνους που τα λένε.
«Μωρό μου θα μου πάρεις αυτό το τσαντάκιιιιιι;»
«Δε γα…ται», λες εσύ. Τι αξία έχει ένα τσαντάκι; Όταν όμως κάνεις το λάθος και λες το ναι πριν ακόμα συνειδητοποιήσεις ότι το logo που βλέπεις πάνω σε αυτό το μικρό σατανά, μεταφράζεται σε εκατοντάδες ευρώ, είναι πλέον πολύ αργά. Γιατί κυρία μου ζητάς κάτι από εμένα, όταν εσύ η ίδια δε θα διέθετες ποτέ το συγκεκριμένο ποσό για να το αγοράσεις; Σου είπε κανείς ότι είμαι ιδιοκτήτης τράπεζας;
Την ίδια τη φωνή σου
Ηχογραφήσατε για πλάκα με ένα φίλο σου μια συνομιλία σας και μετά βάλατε να την ακούσετε. Όχι, η φωνή σου δε μοιάζει με αυτή του Sean Connery, ούτε του Brad Pitt. Πολύ περισσότερο φέρνει στη φωνή του Donald… και δεν εννοώ του Tramp.
«Κάνε κάτι!»
Ήθελε ρομαντική βαρκάδα, παρόλο που είχε συννεφιά. Όταν έπιασε βροχή το μόνο που ήξερε να ξεφωνίζει ήταν «κάνε κάτι». Τι να κάνεις; Και να πεις ότι δεν της τα ‘λεγες; Της τα ‘λεγες. Μπορείς να την πετάξεις στην θάλασσα και να γυρίσεις τη βάρκα ανάποδα για να μπει από κάτω. Τουλάχιστον έτσι δε θα γίνει μούσκεμα από τη βροχή.
«Ο κύριος Λυπηρίδης να προσέλθει στο ουρολογικό»
Δεν είναι πολύ σπαστικό να σε καλούν από το μεγάφωνο και όλοι γύρω σου να έχουν καρφώσει το βλέμμα τους μέχρι να πειστούν ότι εσύ είσαι ο κύριος Λυπηρίδης που αντιμετωπίζει ουρολογικό πρόβλημα. Το χειρότερο της υπόθεσης είναι ότι αυτό συμβαίνει όχι μόνο στα ιατρικά κέντρα, αλλά και στα αεροδρόμια, τα καράβια και οπουδήποτε αλλού μπορείς εύκολα να γίνεις «ρόμπα». Γιατί εννοείτε ότι ποτέ δε σε φωνάζουν για καλό.
«Τραπέζι για έναν, κύριε;»
Όχι, δεν είμαι στριφνός και δε θέλει κανείς να με κάνει παρέα, απλά κάνω το μεσημεριανό μου διάλλειμα εκτός γραφείο, ή λείπει η σύντροφός μου εκτός πόλης και δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι. Παρόλα αυτά, επειδή και οι υπόλοιποι θαμώνες θα έχουν την ίδια απορία με το μετρ, ζήτα ένα τραπέζι που να κάνει την παρουσία σου πολύ διακριτική στο χώρο.
«Μήπως να δοκιμάζατε ένα νούμερο μεγαλύτερο κύριε;»
Όχι κοπελιά, για να σου ζητάω το συγκεκριμένο νούμερο, σημαίνει ότι αυτό φοράω. Άσε πρώτα να το δοκιμάσω και μετά μου δίνεις κάποιο άλλο. Ακόμα όμως κι αν δε σου κάνει, εσύ θα βγεις σαν κύριος από το δοκιμαστήριο και θα της πεις ότι σου έκανε, αλλά δε σου άρεσε η γραμμή του. Θα το αφήσεις και θα φύγεις. Μόλις στρίψεις στη γωνία του μαγαζιού θα πάρεις αμέσως τηλέφωνο το διαιτολόγο και τον personal trainer σου. Το παντελόνι δεν έφτανε ούτε καν στα μπούτια σου.
«Ο πατέρας μου ήταν πρωταθλητής πυγμάχος.»
Αυτό σημαίνει ότι είσαι καταδικασμένος να το πάρεις το κορίτσι και ότι όταν θα σου τον συστήσει, εσύ, αντί για «χαίρω πολύ», θα φροντίσεις να του καταστήσεις σαφές ότι ούτε καν το χέρι δεν της έχεις αγγίξει. Πόσο χέστης είσαι τελικά;
Ο γιατρός σου βαριανασαίνει
Και δεν είναι επειδή έχει κρεατάκια, εσύ -μάλλον- έχεις κάτι, το οποίο πρέπει να το μοιραστεί μαζί σου, αλλά δεν ξέρει πώς να το κάνει. Είναι σαν το ανέκδοτο που λέει ο γιατρός στον ασθενή: «Σας έχω ένα καλό κι ένα κακό νέο. Από ποιο θέλετε να ξεκινήσουμε;» «Από το καλό», λέει ο ασθενής. Απαντά ο γιατρός: «Σας μένουν μόνο δύο μέρες ζωής.» «Αν αυτό είναι το καλό, τότε ποιο είναι το κακό γιατρέ μου;». Γιατρός: «Σας ψάχνω από χθες.»
«Η κάρτα σας δε γίνεται δεκτή κύριε.»
Γίνεσαι ρεντίκολο όπως και να έχει. Αλλά σε δύο φάσεις είναι τα χειρότερα. Έχεις βγει ραντεβού με γκόμενα και δεν έχεις καθόλου μετρητά επάνω σου, παρά μόνο πιστωτικές κάρτες, οι οποίες για κάποιο λόγο δε γίνονται δεκτές. Είσαι σε ένα πολυκατάστημα κι επειδή η ταμίας είναι λίγο «αργά τα ζα» έχει μαζευτεί ουρά από πίσω σου. Ξαφνικά με την τσιριχτή της φωνή (όσο μπόι της λείπει, τόσο φωνάζει) σου λέει ότι η κάρτα σου δεν είναι δεκτή. Εσύ αλλάζεις δέκα χρώματα, τη βάζεις να προσπαθήσει ακόμα δυο τρεις φορές κι όταν αρχίζουν τα παράπονα για καθυστέρηση από τους άλλους πελάτες, αποχωρείς εκνευρισμένος, χωρίς να ψωνίσεις τίποτα, αλλά φροντίζοντας να πεις δυνατά ότι σήμερα απέκτησες την κάρτα αυτή και δεν έχεις κανένα οικονομικό πρόβλημα.
«Δώσε μου τώρα το πορτοφόλι σου και μην κάνεις καμιά μαλακία γιατί θα τινάξω τα μυαλά σου στον αέρα.»
Δεν είναι ότι στεναχωριέσαι για τα λεφτά που έχει μέσα (14,65€), αλλά για το ότι το πορτοφόλι ήταν Burberry και όλοι πλέον έχουν γυρίσει και σε κοιτάζουν με εκείνο το βλέμμα οίκτου που σιχαίνεσαι.